ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 99 ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ:

Η διαδικασία της συνδιαλλαγής που εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με τα άρθρα 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν.3588/2007) αφορά εμπορικές επιχειρήσεις οποιασδήποτε νομικής μορφής (ατομικές επιχειρήσεις ή εταιρείες), που τελούν σε αποδεδειγμένη οικονομική αδυναμία (έλλειψη κερδοφορίας, ευρύς βραχυπρόθεσμος τραπεζικός δανεισμός, διακοπή τραπεζικών συναλλαγών, επιβάρυνση περιουσιακών στοιχείων με πολλαπλές εμπράγματες ασφάλειες, δυσαναλογία εσόδων και λειτουργικών εξόδων, μείωση παραγγελιών, προβληματικές σχέσεις με προμηθευτές, προβλήματα και διεκδικήσεις προσωπικού μη αντιμετωπίσιμες κ.λπ.), παρούσα ή προβλέψιμη, χωρίς όμως να βρίσκονται σε κατάσταση παύσης των πληρωμών τους.

2. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 99:

Κύρια κριτήρια υπαγωγής μιας επιχείρησης στην ανωτέρω διαδικασία συνιστούν η δυσχερής οικονομική της κατάσταση, το μέγεθος και η κοινωνική της σημασία από άποψη απασχόλησης, στη δε αίτηση υπαγωγής της θα πρέπει να περιγράφονται, πέραν των ανωτέρω, τα προτεινόμενα μέτρα χρηματοδότησής της, καθώς και τα μέσα αντιμετώπισης της κατάστασης αυτής.

Για την απόδειξη της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης, καθώς και της δυνατότητας διάσωσης της επιχείρησης ορίζεται από το δικαστήριο εμπειρογνώμονας, ο οποίος συλλέγει όλα τα αναγκαία οικονομικά στοιχεία, αμείβεται από την επιχείρηση και υποχρεούται να υποβάλει την έκθεσή του εντός είκοσι (20) ημερών από τον διορισμό του.

Το πτωχευτικό δικαστήριο, εφόσον πιθανολογεί το βάσιμο της αίτησης και τη σκοπιμότητα της αιτούμενης συνδιαλλαγής, αποφασίζει το άνοιγμά της, ορίζοντας μεσολαβητή, για περίοδο όχι μεγαλύτερη των δύο (2) μηνών, δυνάμενης πάντως να παραταθεί για έναν ακόμη μήνα.

Ο μεσολαβητής έχει ως αποστολή να επιτύχει τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της επιχείρησης και των πιστωτών της, που εκπροσωπούν τουλάχιστον την πλειοψηφία των απαιτήσεων κατ’ αυτής, με σκοπό την άρση των οικονομικών δυσκολιών της, τη συνέχιση της δραστηριότητάς της και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, καθώς και να προτείνει λύσεις για τη διάσωση της επιχείρησης, ιδίως με μείωση των απαιτήσεων, παράταση του ληξιπρόθεσμου αυτών, αναδιάρθρωση της επιχείρησης, μετοχοποίηση των απαιτήσεων, εκποίηση της επιχείρησης ή κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο. Στην ανωτέρω διαδικασία μπορεί να συμμετέχει και το Δημόσιο (π.χ. ΔΟΥ), τα ΝΠΔΔ (π.χ. δήμοι, ΙΚΑ, ΟΑΕΕ) και οι δημόσιες επιχειρήσεις του δημοσίου τομέα (π.χ. ΔΕΗ).

Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, η διαδικασία της συνδιαλλαγής τερματίζεται με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου. Αντίθετα, εάν επιτευχθεί συμφωνία, αυτή θα πρέπει να επικυρωθεί από το πτωχευτικό δικαστήριο εντός δέκα (10) ημερών από την υπογραφή της.

Η συμφωνία πάντως δεν επικυρώνεται εάν α) η επιχείρηση βρίσκεται σε κατάσταση παύσης των πληρωμών της, β) οι όροι της δεν εξασφαλίζουν τη διάρκεια της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, γ) θίγονται τα συμφέροντα των πιστωτών που δεν υπέγραψαν τη συμφωνία και δ) η διάρκεια ισχύος της ξεπερνά τα δύο (2) έτη από την επικύρωσή της.

Με την επικύρωση της συμφωνίας και κατά τη διάρκεια ισχύος της αναστέλλονται προσωρινά τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης (π.χ. κατασχέσεις, πλειστηριασμοί) κατά της επιχείρησης για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν από τη σύναψή της. Η ίδια αναστολή αφορά και τους εγγυητές και τους συνοφειλέτες εις ολόκληρον. Επίσης αναστέλλεται για την ίδια περίοδο η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου (π.χ. συντηρητική κατάσχεση) κατά επιχείρησης, εκτός αν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης, τεχνολογικού ή μηχανολογικού εν γένει εξοπλισμού της που δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει τον κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης.

Περαιτέρω αίρεται αυτοδικαίως, για την ίδια διάρκεια, η απαγόρευση έκδοσης επιταγών που είχε επιβληθεί στην επιχείρηση πριν από την έναρξη της διαδικασίας συνδιαλλαγής και αναστέλλεται, για περίοδο έξι (6) μηνών από την έκδοση της απόφασης που επικύρωσε τη συμφωνία, η λήψη κάθε μέτρου συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης της κήρυξης της πτώχευσης.

Η συμφωνία πάντως μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση είτε κατ’ αίτηση πιστωτή, που την υπέγραψε, λόγω παραβίασης οποιουδήποτε όρου της είτε έπειτα από αίτηση οποιουδήποτε πιστωτή, που δεν την υπέγραψε, εάν από όλες τις περιστάσεις, ιδίως εν όψει των ληφθέντων μέτρων και της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, προκύπτει πρόδηλη αδυναμία βιώσιμης συνέχισης της επιχειρηματικής της δραστηριότητας. Επίσης, η συμφωνία λύεται αυτοδικαίως σε περίπτωση λήξης της διάρκειας ισχύος της, κήρυξης της επιχείρησης σε πτώχευση ή υπαγωγής της σε οποιαδήποτε διαδικασία αναδιοργάνωσης ή εκκαθάρισης της περιουσίας της.

3. ΕΠΙΛΟΓΟΣ:

Συμπερασματικά, η διαδικασία της συνδιαλλαγής, λόγω της απλότητας και της ταχύτητάς της, μπορεί να συμβάλει στην αποτροπή της οικονομικής κατάρρευσης επιχειρήσεων τελούντων σε προσωρινή οικονομική αδυναμία, καθόσον διασφαλίζει την απρόσκοπτη συνέχιση της παραγωγικής τους λειτουργίας και την προστασία της περιουσίας τους από το τραπεζικό σύστημα και τους πιστωτές τους

Κατά συνέπεια, για την υπαγωγή μιας επιχείρησης στη διαδικασία του άρθρου 99, δεδομένης της δαπάνης που απαιτείται για τη διεξαγωγή της, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, πέραν της δυσχερούς οικονομικής της κατάστασης, η δυνατότητα περαιτέρω επιχειρηματικής της δράσης, η πορεία του κλάδου, όπου δραστηριοποιείται, κατά τα επόμενα χρόνια, η αναλογία χρεών και πιθανών μελλοντικών της εσόδων, έτσι ώστε να καθίσταται πιθανή η οριστική τους αποπληρωμή ύστερα από ορισμένο χρονικό διάστημα, η πιθανή δραστηριοποίησή της σε συγγενείς κλάδους κ.ά.

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι σα «βροχή» κατατίθενται οι αιτήσεις για υπαγωγή στο άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα.

scroll back to top